- ἐξαπατῶσα
- ἐξαπατάωdeceivepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)ἐξαπατάωdeceivepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξαπατώσας — ἐξαπατώσᾱς , ἐξαπατάω deceive pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐξαπατώσᾱς , ἐξαπατάω deceive pres part act fem gen sg (doric) ἐξαπατώσᾱς , ἐξαπατάω deceive pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐξαπατώσᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπατῶσ' — ἐξαπατῶσα , ἐξαπατάω deceive pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐξαπατῶσα , ἐξαπατάω deceive pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐξαπατῶσι , ἐξαπατάω deceive pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… … Dictionary of Greek